αναθρωσκω

αναθρωσκω
    ἀναθρῴσκω
    ἀνα-θρῴσκω
    (тж. -θρω-), ион. тж. ἀνθρῴσκω (aor. 2 ἀνέθορον)
    1) подпрыгивать, подскакивать
    

(ὀλοοίτροχος ἀναθρῴσκων Hom.; πηδῆσαι καὴ ἀναθορεῖν Xen.; ὡς βρομιαζόμενος Anth.)

    ἀμβώσας ἀναθρῴσκει Her. — вскрикнув, он подскочил

    2) вскакивать
    

(ἐπὴ τὸν ἵππον Her.)

    3) бросаться, устремляться
    

(αἷμα ἀναθρῴσκει Emped. ap. Arst.)

    ἀναθορὼν ἀπήντησε (αὐτῷ) Plut. — он бросился ему навстречу


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αναθρωσκω" в других словарях:

  • αναθρώσκω — ἀναθρῴσκω (Α) (για καπνό) πηδώ επάνω, αναπηδώ, ανυψώνομαι, ανεβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θρῴσκω] …   Dictionary of Greek

  • θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • προαναθρώσκω — Α 1. πηδώ εκ τών προτέρων 2. μτφ. αναφύομαι, ξεπετιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναθρῴσκω «αναπηδώ, τινάζομαι προς τα πάνω»] …   Dictionary of Greek

  • συναναθρώσκω — Α ανεβαίνω ψηλά μαζί με άλλον ή με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναθρώσκω «ανεβαίνω, αναπηδώ»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»